- ραδιοτηλεφωνικός
- -ή, -ό, Ν [ραδιοτηλεφωνία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοτηλεφωνία ή αυτός που γίνεται με ραδιοτηλεφωνία («ραδιοτηλεφωνική επικοινωνία»).επίρρ...ραδιοτηλεφωνικώς και ραδιοτηλεφωνικά Νμε ραδιοτηλεφωνικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.